- αδήμων
- ἀδήμων (-όνος), -ον (Α)αυτός που αγωνιά, που ανησυχεί, που αδημονεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἀδημονῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδήμων — ἄδημος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… … Dictionary of Greek